«Το πνεύμα της
αλήθειας»
Κούρνιασε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, για
να μην τη δουν. Όταν διέκρινε καθαρά τις
ανθρώπινες φιγούρες στο απέναντι κατώφλι ,ακούμπησε πίσω στον τοίχο νιώθοντας
τα πόδια της αδύναμα. Ο αέρας στο στήθος της έκαιγε και το στόμα της γέμισε
χολή . Με όση δύναμη της απέμεινε, η Φανή πίεσε το κορμί της να κινηθεί προς τα
μπρος κι άρχισε αργά να απομακρύνεται κλαίγοντας.
Σκούπιζε τα μάτια με ανάστροφες παλάμες όχι
τόσο για να στεγνώσει τα δάκρυα, όσο για να σβήσει την εικόνα που μόλις είδε.
Την εικόνα της Άννας αποτυπωμένη με έναν τρόπο που μόνον ο διάβολος θα
σκεφτόταν να συνταιριάξει, για να επιβεβαιώσει απλά τους φόβους της. Είδε τα πετράδια του κοσμήματος
στο χέρι της να έχουν αποκτήσει ένα μελανό χρώμα, όμοιο με χειμωνιάτικο ουρανό
την ώρα του δειλινού και συνέχισε να βαδίζει πιο γρήγορα δίχως προορισμό.
Κάποια στιγμή θέριεψε η ανάγκη της να δει τη
θάλασσα. Περπάτησε για ώρα ως το Φλοίσβο. Την παραξένεψε το καθαρό νερό. Το
θυμόταν πιο θολό. Έγραψε : «Βλέποντάς σε
με τον άντρα σου και το παιδί σας θυμήθηκα μια νεκρή ποιήτρια.“The
advantage
of
love
at
first
sight
is
that
delays
a
second
sight”. Λάτρεψα το ψέμα σου ,μα ήθελα να διαρκέσει περισσότερο». Έστειλε το μήνυμα στην Άννα κι ύστερα πέταξε το κινητό μακριά μες στη θάλασσα φωνάζοντας σαν τρελή το όνομά
της.
Έμεινε για τρεις μέρες στην Αθήνα.
Περιπλανήθηκε αχόρταγα σε πολύβουα στέκια έχοντας πολύ καιρό να το κάνει αυτό.
Από τότε που παραιτήθηκε από την εταιρεία κι επέλεξε τη γοητεία της
αβεβαιότητας. Περάσανε έξι χρόνια από κείνη την απόφαση. Διάλεξε να ζήσει στο μικρό
νησί, γιατί τα τοπία και οι άνθρωποί του αγκάλιασαν ολόθερμα την ψυχή της.
Ζούσε πουλώντας κοσμήματα για τους τουρίστες . Τους χειμώνες σχεδίαζε κι έφτιαχνε
νέες δημιουργίες ,διάβαζε κι αν πήγαινε καλά η δουλίτσα του καλοκαιριού ,
ταξίδευε σε πόλεις της Ευρώπης. Έτσι προτιμούσε τη ζωή της ,λιτή και σε
απόσταση απ’ τους φρενήρεις ρυθμούς της πόλης.
Σύντομα η Φανή νοστάλγησε τα πορφυρά
ηλιοβασιλέματα και τον γαλανό ουρανό του νησιού . Της έλειψαν οι ηχηρές
καλημέρες , οι μυρωδιές της μέντας και του γιασεμιού στον κήπο της. Κινώντας
για τον Πειραιά σκέφτηκε, πως κάτι φορές η αγάπη είναι σαν ποίημα
ανολοκλήρωτο , που οι δημιουργοί αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν , μη
έχοντας πια να δώσουν τίποτα άλλο αλλά μη βρίσκοντας κιόλας ύλη για να
καταθέσουν την ψυχή τους. Πού βρίσκονται άραγε οι ποιητές σαν τους στερούν
μελάνι και χαρτί ; Πού αποθέτουν τον λόγο της ύπαρξής τους; Μετάνιωσε για το
μήνυμα που έστειλε στην Άννα και βεβαιώθηκε πως δεν έπρεπε να της έχει γράψει τίποτα.
(τρεις μέρες πριν)
Ανασαίνοντας βαθιά η Φανή κοίταζε τη θάλασσα
σφίγγοντας τα χείλη και τις χούφτες της μέσα στη ζακέτα . Το χαρωπό τραγούδι κι
η νεανική παρέα ,που λικνιζόταν δίπλα της στο ρυθμό του, έμοιαζαν εικόνες
παράταιρες κι αφόρητα εκνευριστικές. Το σώμα του λευκού καραβιού ολοένα και
μεγάλωνε ζυγώνοντας στο λιμανάκι του νησιού . Ξέκοψε απ’ το πλήθος των θερινών αναχωρητών κι απόμεινε να περιμένει ακίνητη αφήνοντας τον
φθινοπωρινό αέρα ,να ξεθυμαίνει πάνω στα ξανθά μαλλιά της.
Κοίταξε πίσω . Στη χάση του Σεπτέμβρη το νησί
βαφόταν με αδρές μαβιές πινελιές, σα να οσμιζόταν την επερχόμενη απομόνωση.
Περιδιαβαίνοντας νοερά στα σοκάκια της Χώρας, με τις κόκκινες βουκαμβίλιες και
τα άσπρα πεζούλια , βεβαιώθηκε ,πως ήταν σωστή η απόφασή της κι ας της έλεγαν
οι φίλοι της, να μην ασχοληθεί άλλο με
ένα «καλοκαιρινό ειδύλλιο από αυτά, που
περνούν και αν τα πάρεις στα σοβαρά , δεν αφήνουν παρά πόνο στο φεύγα τους».
Ήταν όμως μια βαθιά διαίσθηση αν όχι
βεβαιότητα μέσα της πως , όχι ,δεν τέλειωσε η σύνδεσή της με την Άννα. Όχι ,
δεν ήταν ένα από τα εφήμερα ειδύλλια του καλοκαιριού , που κάποιοι του νησιού
επιδιώκουν ,για να μνημονεύουν κάτι το χειμώνα, που ερήμωνε ο τόπος . Η Φανή
γύρευε τούτη την ώρα να μάθει τι συνέβη κι έφυγε έτσι κυνηγημένη η Άννα. Να
δώσει απαντήσεις σε χίλια ερωτήματα , που την έκαιγαν δυο μήνες τώρα. Να
σιγουρευτεί πως είναι καλά η γυναίκα , που αγάπησε. Μπήκε στο πλοίο βυθισμένη
στις επαναλαμβανόμενες σκέψεις της.
*
Το πλοίο του γυρισμού ήταν σχεδόν αδειανό.
Έδωσε στον τύπο του μπαρ ένα cd
παρακαλώντας να παίξει τη μουσική και ζήτησε ουίσκι . Απόθεσε το
κουρασμένο κορμί της κοντά στην πλώρη δίπλα στο παράθυρο για να βλέπει τη
θάλασσα, ώσπου να ενωθεί με τη νύχτα.
«θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων
πόντων…».
Τα
φθινοπωρινά ταξίδια με καράβι σε
παραμεθόρια νησιά είναι ευκαιρία για εσωτερικό διάλογο αλλά η Φανή αδιαφορούσε
παντελώς για τις λογικές σκέψεις του εαυτού της. Έπινε κοιτάζοντας με
παγωμένα μάτια το φουρτουνιασμένο
πέλαγος .
«Να 'ν'
η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά ,έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά ,να κοιτάνε..»
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά ,να κοιτάνε..»
Ο ναυτικός ακούγοντας τα τραγούδια κέρασε το
δεύτερο ποτό αμίλητος κι ύστερα τρίτο…Η Φανή έπινε και χαμογελούσε βλέποντας
μες στα κύματα κάποιες σκηνές από μια όμορφη παλιά ταινία. Μια όμορφη
καλοκαιρινή ιστορία αγάπης..
*
Η Άννα ήταν ηλιοκαμένη κι ιδρωμένη μες στα
ξεθωριασμένα, αέρινα ρούχα της. Ξυπόλητη με την άμμο κολλημένη στα πόδια και τα
σανδάλια στο χέρι είχε σκύψει μπροστά στη γυάλινη προθήκη . Η Φανή
προθυμοποιήθηκε να δείξει στην πελάτισσά της κάτι ,που φάνηκε να της αρέσει.
Ένα βραχιόλι με μικρά, ασύμμετρα, γαλαζωπά πετράδια. «Απλά ,
κοιτάζω» είπε αμήχανα η Άννα και χαμογέλασε φτωχά. Η Φανή ανατρίχιασε αντικρίζοντας
το φωτεινό πρόσωπο, που αποκαλύφτηκε κάτω απ’ τα μακριά καστανά μαλλιά . Ένιωσε
μιαν αδήριτη ανάγκη να γλείψει , να υγράνει εκείνα τα λεπτά στεγνά χείλη.
«Είναι
οπάλιο. Θεωρείται τυχερό πετράδι. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως μέσα του ζει
το πνεύμα της αλήθειας», είπε η Φανή με στόμφο επιχειρώντας να προσδώσει
λίγο μυστήριο στα λόγια της. Η άλλη γέλασε δυνατά και το κόσμημα κλέβοντας κάτι
από τα μάτια της έδειχνε τώρα σμαραγδένιο.
«Χαχα!
τυχερό, ε; Τότε το χρειάζομαι !» είπε η Άννα. Κοιτάχτηκαν αμίλητες.
Είχαν την εγγύτητα, που ονομάζεται απόσταση αναπνοής, γιατί απλά εισπνέεις την
ανάσα του άλλου κι ήταν τόσο ταιριαστές οι ανάσες που πλέκονταν μέσα τους .Από
κείνο το πρώτο βλέμμα η Φανή ένιωσε μιαν ανεξήγητη οικειότητα . Όταν είδε πως η
άλλη έκανε μια δισταχτική κίνηση
αποχώρησης , ψέλισσε κομπιάζοντας:«Μείνε.
Θέλω κι άλλο από σένα…»
Έμεινε. Είκοσι μερόνυχτα μέθης ήταν .Ένα
χημικό κοκτέιλ πάθους , γέλιου κι αλμύρας. Τα πρωινά οι δυο τους στο μαγαζάκι,
τα μεσημέρια στις θάλασσες , τις νύχτες να παλεύουν κολλημένες στο πάτωμα , στο
κρεβάτι , παντού. Δεν υπήρχε λόγος να πατούν τα πόδια τους στη γη, αφού η
παράνοια του έρωτα τις απογείωνε. Μιλούσαν, τραγουδούσαν , χόρευαν τρελά στο
δρόμο ακούγοντας παλιές αγαπημένες μουσικές.
«Little lady, Sugar lady
How come you look so sweet?
You seem to be, everything I need»
How come you look so sweet?
You seem to be, everything I need»
Η έκσταση της Φανής, δεν πέρασε απαρατήρητη
στους οικείους της .«Σε τρέλανε, βρε χαζό,
η Αθηναία» ,την περιγελούσαν καλόκαρδα κι εκείνη καμάρωνε γι’ αυτή την θεόσταλτη
,ιερή τρέλα.
Κι ύστερα έφυγε. Χωρίς προειδοποίηση. Η Φανή
βρήκε γραμμένες δυο αράδες σ’ ένα σημείωμα . «Έχω αφήσει εκκρεμότητες. Δώσε μου χρόνο. Θέλω κι άλλο από σένα ».
Είχε αφήσει πάνω στο σημείωμα ένα γιασεμί και το κόσμημα, που οι πέτρες του
τώρα είχαν το μοβ χρώμα του αμέθυστου. Η Φανή τηλεφώνησε. Καμία απάντηση. Πήγε
να τρελαθεί από τον πόνο. Έκαιγε τόσο η απουσία ,που οι μέρες έδειχναν σαν
βουβές σκηνές που προσλαμβάνουν οι κωφοί άνθρωποι. Πρόσμενε να ακούσει ξανά κείνη
τη θεϊκή φωνή δίχως να κατανοεί άλλον ήχο γύρω της. Κάθε μέρα επί δυο μήνες
έστελνε μηνύματα σαν ναυαγός ,που ρίχνει μπουκάλια στο πέλαγος ελπίζοντας για
σωτηρία. Ώσπου τέλη του Σεπτέμβρη πήρε
το καράβι ,αποφασισμένη να πάει να τη βρει.
Έφτασε στο νησί γύρω στα μεσάνυχτα.
Κοντεύοντας σπίτι την πλησίασαν οι φίλοι της , ανήσυχοι . Την αγκάλιαζαν και τη
φιλούσαν. Η Φανή ,μεθυσμένη γελούσε λέγοντας «είμαι καλά , είμαι καλά». Η
γειτόνισσά της ,η Ντίνα , έλεγε κάτι για ένα παιδί ,που λυπήθηκε να το αφήσει έξω μες στη νύχτα αλλά
όλα ήταν ακατάληπτα . Η Φανή μπήκε μέσα παραπατώντας κι έκλεισε την πόρτα ,για
να μην ακούει τις φωνές. Άναψε το φως και έμεινε απορημένη να κοιτάζει απέναντί
της μια μορφή, που νόμιζε πως έσβησε με το αλκοόλ.
Η Άννα
απέναντί της μιλούσε με σταθερή φωνή αλλά σχεδόν ψιθυριστά . « Είχε ξεκινήσει το διαζύγιο , όταν ήρθα το
καλοκαίρι. Είχε εκείνος το παιδί για λίγες μέρες. Στο παιδί μπροστά παίζαμε
θέατρο. Είναι δυο χρονών. Κοιμάται μέσα. Τον λένε Άλκη». Η όψη της Άννας γλύκανε αδιόρατα μόλις αναφέρθηκε
στο παιδί μα γρήγορα σκλήρυνε και τα λόγια της ξέβρασαν πίκρα και
πόνο. «Τον παντρεύτηκα, γιατί πίεζαν οι
δικοί μου, όταν έμαθαν για τη σχέση μου με μια γυναίκα. Κι εκείνος γιατί οι
γονείς μου έχουν λεφτά. Ήμουν δειλή. Δεν ήξερα καν τον εαυτό μου. Ούτε πίστευα ,πως θα ερωτευτώ ξανά
γυναίκα».
Με τεταμένη φωνή η Άννα συνέχισε να αφηγείται
στην Φανή ,που άκουγε άναυδη. «Διάβαζα τα μηνύματά σου αλλά δεν ήθελα να μοιραστείς
ό,τι ζούσα. Διεκδικούσα το παιδί κι οι γονείς μου ήταν σύμμαχοι με εκείνον .
Δεν ήμουν ψεύτικη μαζί σου. Η ζωή μου εκεί ήταν όλη ένα ψέμα. Έφυγα για να δώσω τέλος στο μαρτύριο , και να
γυρίσω εδώ. Στην αλήθεια μου. Σε σένα...Με θέλεις;» Η Φανή ένιωσε το στομάχι της να συσπάται. Προσπάθησε
να απαντήσει, άνοιξε το στόμα ,μα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη , γιατί έπεσε λιπόθυμη .
Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιές μελωδίες την ώρα
του καλοκαιριάτικου μεσημεριού. Το ζευγάρι συγύριζε βιαστικά τα σουβενίρ και τα
κοσμήματα. Η φωνή της Ντίνας ακούστηκε από έξω τραγουδιστή: «Άλκηη , να έρθεις να πάρεις φαγητοοό!»
Ο νέος άντρας γέλασε δυνατά παρασύροντας και την κοπέλα. « Καλά, όταν γυρίσουν ,θα με βρουν διπλό ! Η κυρία Ντίνα υποσχέθηκε
πως, όσο λείπουν, θα με προσέχει . Ξέρεις τι σημαίνει αυτό , ε; Θα με
ταΐζει διαρκώς! » Η νέα κοπέλα γέλασε δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί «Τυχερούλη
μου , έχεις τόσες γυναίκες να σε φροντίζουν!»
Η όψη του Άλκη σοβάρεψε. « Δώρα …αλήθεια ,μήπως σε
ενοχλεί;» ρώτησε κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια. «Ποιο πράγμα;», απόρησε η κοπέλα. «Να , που ουσιαστικά έχω δυο μητέρες... Απλά η Φανή δεν είναι βιολογική
μάνα. Μα για μένα δεν έχει διαφορά. Ζουν είκοσι χρόνια μαζί. Αγαπιούνται... και
με μεγάλωσαν κι εμένα με αγάπη. Όταν κλείνει η σχολή , έρχομαι τρέχοντας στο
νησί , για να βοηθήσω στο μαγαζί και να πάνε κάπου οι δυο τους. Μεγάλωσαν πια
και δεν μπορούν να ταξιδεύουν το χειμώνα.».
Η Δώρα τον αγκάλιασε τρυφερά κοιτάζοντάς τον
στα μάτια. Η φωνή της ακούστηκε ήρεμη και σίγουρη. «Βρίσκω υπέροχο να αγαπιούνται δυο άνθρωποι. Ακόμη πιο υπέροχο είναι
,να μεγαλώνει ένα παιδί με την αγάπη τους, γιατί αυτό το παιδί θα μάθει με τη
σειρά του να δίνει αγάπη στη ζωή του», τον καθησύχασε. Ο Άλκης χαμογέλασε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ύστερα έκλεισε σφιχτά
στα μπράτσα του την κοπέλα του και τη φίλησε με πάθος.
*
Το σμάρι των τουριστών κατεβαίνοντας τη Royal
Mile θαύμαζε τον καθεδρικό ναό του St Giles’, της μητρόπολης του Εδιμβούργου .Η
μεσήλικη γυναίκα στο τέλος του γκρουπ έψαχνε με το βλέμμα της δεξιά-αριστερά
ανήσυχη. «Τι ψώνισες πάλι;», είπε στη
συνομήλικη της, που πλησίαζε με κοφτά σβέλτα βήματα .Η άλλη απολογήθηκε:« Ε, να μην πάρω κάτι αναμνηστικό για το
παιδί, για τη Ντίνα, για …»
-«Για το όλο νησί γενικά , μη
μείνει κάποιος με παράπονο, ε ;» την έκοψε η άλλη πειραχτικά
συμπληρώνοντας: «Τηλεφώνησε ο γιος μας.
Πήρε υπάλληλο στο μαγαζί».Απορημένη η άλλη ρώτησε : «Υπάλληλο; Τι λες, μάτια μου;» Κι η Φανή πλησιάζοντας της είπε
χαμηλόφωνα στ’ αυτί: «Ήρθε η κοπέλα του ,αγάπη
μου και τον βοηθάει». Οι δυο γυναίκες γέλασαν κι επιτάχυναν το βήμα τους
πιασμένες χέρι-χέρι , ενώ οι πέτρες στο βραχιόλι
της Άννας λαμπύριζαν πολύχρωμα σαν ένα μαγικό ουράνιο τόξο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου