Έπαιρνε να συννεφιάσει
κι έβγαλα τα γυαλιά περπατώντας αφηρημένη
μες στο πλήθος κι ονειρευόμουν ήλιους , θάλασσες κι έρωτες τρελούς με μια
γοργόνα ξεμυαλίστρα . Η νηστική λεσβία μουνάκια ονειρεύεται, που θα’ λεγε κι η
παροιμία, αν ήμασταν σοβαρός λαός. Και ξάφνου η πραγματικότητα σε συνεφέρνει .
Ουπς, θρύψαλα τα γυαλιά. Ωχ, νέα έξοδα, σκέφτηκα και δίχως αυτά ,βήμα δεν κάνω
. Για γυαλιά ηλίου μιλάμε , η στραβομάρα ισχύει μόνο στο διάβασμα.
Το βράδυ πάλι, αν
κοιμήθηκα 2 ώρες, ζήτημα . Η οδοντογιατρίνα απεφάνθη στο λεπτό το πρωί της
Παρασκευής. Εξαγωγή! Δε σώζεται! Ωχ, κι άλλα λεφτά…Η δε απουσία, πάλι απεδείχθη
πιο επίπονη από την παρουσία. Ως τα μεσάνυχτα μού άλλαξε τα φώτα το πρώην δόντι
μου.
Το πρωί, μισοναρκωμένη
πήγα στη λαϊκή της γειτονιάς. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να μασήσω κι είναι
ευκαιρία για δίαιτα , ψώνισα μόνον έναν έρωτα κι ένα βασιλικό για τις μακρόστενες
γλάστρες, που μικρή τις έλεγα ζαρτιέρες . Τον έρωτα τον λεν και βαλσαμίνη οι
φυτολόγοι κι ορθά τον ονομάτισαν. Ύστερα μέτρησα τα εναπομείναντα ευρώπουλα .
Αποφάσισα πως δεν θα πληρώσω τη ΔΕΗ ούτε αυτόν το μήνα και κίνησα στην αγορά
για καινούργια γυαλιά ηλίου.
Λένε πως οι
λεσβίες δεν κάνουμε πάνω από 5 λεπτά να ψωνίσουμε στα μαγαζιά και δεν
ταλαιπωρούμε πωλήτριες. Στερεότυπο
ξεστερεότυπο, τηρώ τον κανόνα. Σήμερα όμως…τον αθέτησα και το φχαριστήθηκα.
Ένεκα της γοργόνας. Εε, δηλαδή της πωλήτριας...
Να ήταν η
φαντασία μου; Λες ; Το βαθύ εκείνο βλέμμα , τα περιττά μικροαγγίγματα , το
χαμόγελο από μακριά ,όταν εξυπηρετούσε άλλους …Και ψιθύριζε , σαν μιλούσε. Εγώ
πονούσα , εκείνη , γιατί; Κι επί μια ώρα
δοκίμαζα δεκάδες γυαλιά και κοιταζόμουν στον καθρέφτη αναποφάσιστη τάχαμου περιμένοντας να έρθει να
πει τη γνώμη της…ενώ ήξερα στο 5λεπτο, ποια θα πάρω. Κι αναλογιζόμουν την
«ατυχία» ..Μα γιατί να μη δουλεύει σε σούπερ μάρκετ, να πηγαίνω κάθε μέρα
μεσημέρι-βράδυ, να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας σε δόσεις; «Γεια σας, θέλω
χαρτοπετσέτες. Θα μου δείξετε, που είναι;» Και να συζητώ μαζί της για την
απορροφητικότητά τους εν συγκρίσει με άλλες..
Το φλερτ, το
χαμόγελο , το γλυκό χτυποκάρδι, ο ανθισμένος έρωτας στη γλάστρα. Οι μικρές ,αθώες,
ανομολόγητες χαρές. Πόση γεύση και φως δίνουν
στην καθημερινότητά μας. Κι αν έρχονται μετά από πόνο, μικρό ή μεγάλο, φαντάζουν
δώρα πλουσιοπάροχα …Αχ, με έπιασε η άνοιξη πάλι και με σήκωσε.
Σήμερα είπα να
χαζολογήσω δίχως σοβαρές σκέψεις κι αναλύσεις.
1 σχόλιο:
Εγώ πάλι έχω κάνει πλούσιο το φούρνο της γειτονιάς αλλά η πωλήτρια αγρόν ηγόραζε. Αν είναι να ρθει θε να ρθει, σε φάση.
Δημοσίευση σχολίου