Αν δεις παιδιά να
περπατούν σκυφτά με τσάντες στην πλάτη το πρωί, σκοτώθηκε το καλοκαίρι, λέει ο ποιητής. Μαζεύτηκα
ξανά μετά από δίμηνο αποχής από ίντερνετ, δουλειά , τρεχάματα, άγχος κι όσα
θυμίζουν χειμώνα. Δεν ξέρω , αν έχουν απομείνει αναγνώστες σ’ αυτό το μπλόγκ
αλλά ας κάνω μια σύνοψη των καλοκαιρινών εμπειριών, που δεν ήταν κι άσχημες.
Καταρχάς κάναμε
διακοπές έξυπνες. Δηλαδή χωρίς πολλά λεφτά. Μια παρέα , που στην πορεία
μεγάλωσε, νοικιάσαμε για 2 μήνες ένα μεγάλο σπίτι σε παραθαλάσσιο χωριό. Το
χρησιμοποιήσαμε ο καθένας ανάλογα με τον χρόνο , που είχε ελεύθερο βάζοντας
πρόγραμμα. Εγώ έκατσα 1 δεκαήμερο τον Ιούλιο και 2 βδομάδες τον Αύγουστο. Μου
κόστισε όσο θα πλήρωνα μια βδομάδα σε ξενοδοχείο. Τριγύρω είχε παραλίες θεϊκές
, οργανωμένες και μη, ένα δασάκι, καλοκαιρινά ταβερνάκια και μέρη για
περπάτημα.
Τέλη Ιουλίου στο
μπαράκι του κάμπινγκ που υπήρχε κοντά, γνώρισα μια κοπέλα σκέτη οπτασία με την
οποία καταλήξαμε να κολυμπάμε μισοζαλισμένες τα μεσάνυχτα. Βρεθήκαμε την
επομένη , πήγαμε πάλι για μπάνιο και ως το βράδυ το γλείψαμε το παγωτό ως το
ξυλάκι.
Τις πρώτες τρεις
μέρες η φάση είχε μια ισορροπία . Οχτώ ώρες ύπνο , οχτώ ώρες θάλασσα κι οχτώ
ώρες πήδημα και χαμουρέματα. Την τέταρτη μέρα μίλησε.
Ήμασταν
ξαπλωμένες στην άμμο ,πέρασε ένα παιδί μελαμψό που πούλαγε νερά και την ακούω να
λέει: «Ξέρεις , εμάς τους Έλληνες μας φορολογούν άγρια ενώ στους
λαθρομετανάστες χαρίζουν 50 χιλιάδες άτοκα, για να ανοίξουν επιχειρήσεις. Χωρίς
χαρτιά χωρίς τίποτα».
Έμεινα εμβρόντητη.
Κοίταξα απέναντι στον ορίζοντα. Μες στο συννεφάκι φάνηκε ένας παππούλης με
άσπρα μαλλιά και γένια σαν αυτόν και με κοίταξε αυστηρά λέγοντας : «Πηδιέσαι με
χρυσαυγήτισσα , μωρή; Εκεί έφτασε η χάρη σου; Ου , να μου χαθείς, παλιολεσβία!»
. Είπα μέσα μου «δεν χαλάω τις διακοπές μου».Την κοίταζα σιωπηλή από την κορφή ως τα νύχια ενώ εκείνη
συνέχιζε να λέει μαλακίες για πρόσφυγες και μετανάστες. Πόδια υπέροχα, κωλαράκι
τσουπωτό, βυζάκια χάρμα οφθαλμών, χείλια για ρούφηγμα. Τι σκατά να πήγε λάθος
στην υπόλοιπη διαδικασία;
Δεν είπα τίποτα.
Τις επόμενες μέρες δεν πήγαινα στο κάμπινγκ και γενικά προσπαθούσα να την
αποφύγω. Όταν τηλεφωνούσε, έλεγα πως εχω δουλειά. Δυστυχώς συναντηθήκαμε στο
μίνι μάρκετ. Ρωτούσε ,γιατί εξαφανίστηκα κι αν έκανε κάποιο λάθος. Προφασίστηκα
πως βιάζομαι . Επέμενε.
Της είπα τότε , «Κοίτα
, βασικά είμαι Αλβανίδα. Το έψαξα. Είχες δίκιο. Δίνουν όντως 50 χιλιάρικα.
Μιλάω αυτές τις μέρες με συγγενείς από Τίρανα. Κανονίσαμε να έρθουν καμιά
εικοσαριά. Υπολογίζουμε να πάρουμε ένα εκατομμύριο. Μετά θα κάνουμε ό,τι εσείς οι
Έλληνες. Ξέρεις. Ανοίγουμε μια επιχείρηση , προσλαμβάνουμε με 480 ευρώ μισθό , τους
πληρώνουμε άμα κι όποτε θέλουμε, και σε ένα χρόνο βαράμε πτώχευση. Και μετά πάμε Αλβανία να ζήσουμε πλούσια». Θαρρώ
η όψη της έγινε σαν τη δική μου , όταν έλεγε τις παπαριές για λεφτά που
χαρίζουν σε ξένους. Δε με ξαναενόχλησε πάντως το κορίτσι.
Οι υπόλοιπες
μέρες πέρασαν τέλεια αλλά χωρίς σεξ. Έτσι είναι η ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις
όλα. Διάβασα 4 βιβλία, πήγαμε με την
παρέα για ψάρεμα με βάρκα , κάναμε καταδύσεις , μαγειρεύαμε απίστευτα φαγητά
αυτοσχεδιάζοντας (δοκιμάστε παλαμίδα με πατάτες ,κολοκυθάκια και ντομάτα στο
φούρνο) και παίζαμε beach τάβλι με τις ώρες. Παρατηρώντας
γενικώς τους γύρω μου, νομίζω πως όσοι δεν είχαν I phone, είχαν τις ωραιότερες και πιο ζωντανές εμπειρίες. Αυτά. Και δε λέω «καλό
χειμώνα».